Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λωτήριον — λωτήριον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. λουτήριον … Dictionary of Greek
λουτήριον — λουτήριον, τὸ (AM, Α δωρ. τ. λωτήριον) [λουτήρ] ο λουτήρας μσν. 1. το δοχείο στο οποίο πλένονται τα ποτήρια 2. το βαπτιστήριο αρχ. είδος ποτηριού … Dictionary of Greek